- παραβαίνοντας
- παραβαίνωgo by the side ofpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
καταπρόσωπα — και καταπρόσωπο (Μ καταπρόσωπον και καταπρόσωπα) επίρρ. 1. ενώπιον κάποιου, παρουσία κάποιου 2. κατά μέτωπο, κατάμουτρα νεοελλ. με παρρησία μσν. 1. εναντίον κάποιου 2. αντίθετα σε κάτι, παραβαίνοντας κάτι 3. απέναντι από κάποιον ή κάτι 4.… … Dictionary of Greek
κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek
κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
πημαίνω — Α [πήμα] 1. βυθίζω κάποιον στη δυστυχία, εξολοθρεύω, αφανίζω, βλάπτω, καταστρέφω («Ποσειδάων... πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.) 2. προξενώ λύπη, θλίβω, πικραίνω κάποιον («οὔτε ἐπήμαινεν οὔτε ἐσίνετο γῆν τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 3. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
Γκοντάρ, Zαν Λικ — (Jean Luc Godard, Παρίσι 1930 –). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε από το περιοδικό Cahiers du Cinéma,γύρισε πολλές ταινίες μικρού μήκους αυτοσχεδιάζοντας, αλλά καθιερώθηκε με την ταινία Με κομμένη την ανάσα (1960),με την οποία… … Dictionary of Greek
Δαμόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κωμωδιογράφος (4ος αι. π.Χ.). Άκμασε μεταξύ 350 και 300 π.Χ. 2. Συρακούσιος αθλητής που παραβαίνοντας τα συμφωνημένα σκότωσε με αλλεπάλληλα χτυπήματα τον αντίπαλό του Επιδάμνειο Κρεύγα στα Νέμεα. Έπειτα από αυτό, ο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek